γέρασμα

γέρασμα
το [γεράζω]
το να γερνάει κανείς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γηράσκω — (AM γηράσκω, Α και γηράω) 1. γίνομαι γέρος, γερνώ 2. φρ. «γηράσκω ἀεί διδασκόμενος» όσο μεγαλώνω μαθαίνω, διδάσκομαι αρχ. 1. είμαι γέρος 2. (για καρπούς) ωριμάζω 3. εξασθενώ, παρακμάζω, ατονώ 4. κάνω κάποιον να γεράσει, συντελώ στο γέρασμά του 5 …   Dictionary of Greek

  • μαράγγιασμα — και μαράγκιασμα, το [μαραγγιάζω] 1. (για φυτά, καρπούς και άνθη) μάρανση, μαρασμός 2. μτφ. γέρασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”